περιμαζεύω — περιμαζεύω, περιμάζεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περιμαζεύω — 1. μαζεύω πράγματα σκόρπια 2. συγκεντρώνω, περισυλλέγω (α. «περμάζωξε την αντρειά, βάλε την δύναμή σου», Ερωτοκριτ. β. «δεν μπορώ να περιμαζέψω τον νου μου») 3. συγκρατώ κάποιον από παρεκτροπές, σωφρονίζω κάποιον («πρέπει να περιμαζέψει τα παιδιά … Dictionary of Greek
περιμαζεύω — περιμάζεψα, περιμαζεύτηκα, περιμαζεμένος 1. μαζεύω σκορπισμένα πράγματα, συγκεντρώνω, συμμαζεύω: Περιμάζεψαν όλα τα εργαλεία και τα έβαλαν στη θέση τους. 2. παίρνω κάποιον στο σπίτι μου για περίθαλψη, περιποίηση: Βρήκαν ένα σκυλί αδέσποτο τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναμαζεύω — 1. μαζεύω από εδώ κι από εκεί, περιμαζεύω, περισυλλέγω 2. τακτοποιώ 3. (για μακριά ρούχα) ανασύρω, ανασηκώνω … Dictionary of Greek
αναμαζώνω — και ανεμαζώνω 1. μαζεύω από εδώ κι από εκεί, περιμαζεύω, περισυλλέγω 2. τακτοποιώ, συγυρίζω 3. αποσπώ, απομακρύνω 4. καλώ, συγκαλώ 5. ψάχνω για κάτι και τό παίρνω στα χέρια μου 6. συγκεντρώνω πράγματα, θησαυρίζω 7. ζαρώνω από τον φόβο μου,… … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
περιμάζε(υ)μα — το, Ν [περιμαζεύω] 1. το να περιμαζεύει κανείς πράγματα σκόρπια 2. ό,τι έχει περιμαζέψει κάποιος 3. πληθ. τα περιμαζέματα συγκέντρωση από ευτελή ή κατώτερης ποιότητας πράγματα ή πρόσωπα … Dictionary of Greek
περιμαζώνω — Ν περιμαζεύω … Dictionary of Greek
περισουφρώνω — ΝΜ νεοελλ. κλέβω λίγα λίγα και τά μαζεύω, αφαιρώ βαθμιαία («ό,τι μπορώ περισουφρώνω κάθε μέρα») μσν. επιδιορθώνω κάτι με ραφή, με σούφρα, συμμαζεύω, μπαλώνω, περιμαζεύω («τὰ καλίγια μου... ἔπιασα τάχατε μικρὸν νὰ τὰ περισουφρώσω», Πρόδρ.) … Dictionary of Greek
περισυλλέγω — ΝΑ 1. συλλέγω, μαζεύω κάτι από παντού 2. συγκεντρώνω και διαφυλάσσω πράγματα διεσπαρμένα ή εγκαταλελειμμένα που κινδυνεύουν να χαθούν νεοελλ. μτφ. αναλαμβάνω κάποιον υπό την προστασία μου, παρέχω άσυλο, περιμαζεύω («τόν περισυνέλεξαν από τους… … Dictionary of Greek
περισυστέλλω — Μ 1. συμμαζεύω κάτι ολόγυρα, περιμαζεύω 2. περικαλύπτω … Dictionary of Greek